Φιλοσοφία και ασφυξία

Εδώ και μία εβδομάδα η πολυκατοικία μας έχει μια βαριά μυρωδιά. Κάθε φορά που ανοίγω την πόρτα, ένα άρωμα καμένης βανίλιας, σανταλόξυλου και μύρου ανεβαίνει από τον πρώτο όροφο κι αν ήμασταν καρτούν στην τηλεόραση ή γελοιογραφία σε εφημερίδα, θα μπορούσαμε καθαρά να διακρίνουμε ένα λεπτό νήμα καπνού να βγαίνει κάτω από την εξώπορτα του Ινδού Ρατζές, να διακλαδώνεται και σαν χιλιάδες χέρια χωρίς αρθρώσεις ν’ αναρριχάται μέχρι και τον πέμπτο όροφο.

Ξέρω τι είναι αυτό που μυρίζει. Κάποτε είχα αγοράσει κι εγώ από εκείνα τα λεπτά ξυλάκια που τ’ ανάβεις μέσα σ’ ένα μακρόστενο τασάκι. Είχα διαλέξει ένα κουτάκι με άρωμα βανίλια. Απ’ έξω ήταν πράσινο, με λευκά λουλουδάκια εδώ κι εκεί και στη μέση έγραφε με καλλιγραφικά γράμματα Βανίλια (ή κάτι τέτοιο σε μια γλώσσα που δεν ήξερα). Έφτασα σπίτι, έβγαλα ένα κλαράκι από το κουτί και με μυστηριακές κινήσεις το άναψα με ένα σπίρτο. Ο αναπτήρας δεν ταίριαζε με τη ανατολίτικη φιλοσοφία που ήθελα δια του καπνού να εισαγάγω στο σαλόνι μου και άνοιξα και το τελευταίο συρτάρι της κουζίνας για να βρω το πολυπόθητο κουτάκι με τη μορφή του Καραγκιόζη.

Πίστευα πως ο χώρος θα γεμίσει με μια μυρωδιά θεσπέσια, πως τα πνεύματα θα κατέβουν και θα μου φανερώσουν χίλια δυο πράγματα, πως θα περάσω ένα απόγευμα χαλάρωσης και διαλογισμού, σκεπτόμενη τη φύση και τον κόσμο και την αγάπη που πλημμυρίζει την ψυχή και… όλα αυτά μέχρι ν’ ανάψω το σπίρτο.

Πυκνός καπνός γέμισε μεμιάς το δωμάτιο, η μυρωδιά καμένης βανίλιας εισχώρησε με βία στα ρουθούνια μου, μου έφερε δάκρυα στα μάτια και ένα τσούξιμο στον λαιμό, σαν το χειρότερο κρυολόγημα. Αποχαιρέτησα τα όνειρα χαλάρωσης και βάλθηκα τότε να προσπαθώ να σβήσω την πηγή της ασφυξίας. Με θολό βλέμμα, βήχοντας αδιάκοπα και με ένα αίσθημα λιποθυμίας να με τριγυρίζει επικίνδυνα, πήρα το ξυλάκι στο χέρι μου -μαζί και το μακρόστενο τασάκι- κι έτρεξα στην κουζίνα. Ο καπνός, καθώς κατευθυνόμουν προς τα μέσα, απλωνόταν τώρα και στο υπόλοιπο σπίτι που -χειμώνας γαρ- είχε όλα τα παράθυρα κλειστά.

Γρήγορα άνοιξα τη βρύση και πέταξα στον νεροχύτη την πηγή του κακού. Είχα ιδρώσει και ακόμη ασφυκτιούσα. Άνοιξα όλα τα παράθυρα κι έπειτα βγήκα στο μπαλκόνι διψώντας για καθαρό αέρα.

«Αέρας. Όχι άλλη φιλοσοφία», σκέφτηκα και πήρα μια βαθιά ανάσα.

Σχολιάστε