Δαιμόνια (μέρος α)

«Το παιδί σου λέω δεν αναπνέει», είπε η Σάρα με φωνή τρεμάμενη και βλέμμα που δεν εστίαζε πουθενά. Ο Αντώνης παρακολουθούσε τις κόρες των ματιών της να φλερτάρουν με το κενό. Δεν ήταν η πρώτη φορά που την άκουγε να λέει για τη μικρή. Στην αρχή τρόμαξε, έτρεξε στο γιατρό, ύστερα εξέτασε και μόνος του την κατάσταση και τελικά συμφιλιώθηκε όσο μπορούσε με το γεγονός ότι το μυαλό της Σάρας δημιουργούσε δαιμόνια. Άλλωστε ο γιατρός, με φωνή μειλίχια και μια σειρά από ασκήσεις αναπνοής, τον είχε καθησυχάσει. Του συνταγογράφησε, μάλιστα, και κάτι μικρά πράσινα χάπια, για να μπορεί να αντιμετωπίζει τέτοιου είδους εντάσεις με τρόπο αποτελεσματικό. Αυτά πριν τρία χρόνια. Τώρα το διαφανές δοχείο με τα φάρμακα ήταν άδειο και δεν είχε όρεξη να πληρώσει αδρά στο φαρμακείο, για να το ξαναγεμίσει. Η Σάρα και οι φοβίες της είχαν γίνει μέρος της καθημερινότητάς του.

Κάθε πρωί, με το που ξυπνούσε, ο Αντώνης έριχνε μια ματιά στο σώμα της γυναίκας του, που κοιμόταν ήσυχη δίπλα του κι έφευγε για τη δουλειά. Εδώ και λίγο καιρό δεν χρειαζόταν να κάνει μεγάλες διαδρομές. Είχε καταφέρει να αναλάβει την οικοδομή που βρισκόταν ακριβώς δίπλα από τη μικρή τους μονοκατοικία, στους πρόποδες του Ποικίλου όρους. Έπινε τον καφέ του με ησυχία και ξεκινούσε. Πότε πότε πεταγόταν στο σπίτι και την έβλεπε, την καθησύχαζε στις κρίσεις της κι επέστρεφε ύστερα στο χτίσιμο. Τα μεσημέρια έτρωγε σαν άνθρωπος στο τραπέζι της δικής του κουζίνας κι όχι κρεμασμένος στη σκαλωσιά, σαν τον Δαρείο και τον Αμίρ. Όταν η Σάρα κοιμόταν ή έλειπε, τους έφερνε κι αυτούς μαζί και τους τάιζε. Οι δύο νεαροί τον έβλεπαν σαν πατέρα κι όταν έμπαιναν στο σπίτι του ήταν μαγκωμένοι και ντροπαλοί. Ποτέ δεν έκαναν κουβέντα για τη Σάρα και κοίταζαν γύρω τους με αμηχανία κι ένα ισχνό χαμόγελο, όταν αυτός αναφερόταν σ’ εκείνη και το παιδί. Του Αντώνη του φαινόταν αστείο που ποτέ τους δε μιλούσαν για γυναίκες. «Περίεργοι λαοί», σκεφτόταν.

Σήμερα, ο Αντώνης ήταν περισσότερο κακόκεφος από τις άλλες φορές. Το πράσινο καρό πουκάμισο που είχε διαλέξει να φορέσει το πρωί, την ώρα που δούλευε πιάστηκε σ’ ένα σίδερο και σκίστηκε κι από εκεί και μετά δεν σήκωνε κουβέντα από κανέναν. Δεν είναι ότι ενδιαφερόταν τόσο για το ρούχο, όσο για το γεγονός ότι του το είχε χαρίσει η Σάρα, όταν ακόμη τα πράγματα ήταν καλά. «Πώς θα της το πω τώρα;», σκεφτόταν και ένιωθε το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι του. Ήταν σαν να άκουγε τη φωνή της: «Πόσες φορές θα στο πω ρε Αντώνη, να μη φοράς τα καλά σου ρούχα στη δουλειά; ». Σιγά τα καλά ρούχα! Γύριζε στο μυαλό του τις κουβέντες, σκεφτόταν πώς θα της απαντούσε, μέχρι και δυνατά έκανε πρόβα την πιθανή τους λογομαχία. Οι εργάτες δεν τον πλησίαζαν. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Αντώνης παγιδευόταν στον φαύλο κύκλο του πανικού του και είχαν καταλάβει πως δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Με ένα περίεργο τρόπο, πάντοτε τον δικαιολογούσαν. 

 

Σχολιάστε